- ἁρπακτικῶν
- ἁρπακτικόςrapaciousfem gen plἁρπακτικόςrapaciousmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
ικτίνος — Γένος αρπακτικών πτηνών. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος του γένους αυτού είναι ο ι. ο βασιλικός ή ψαλιδιάρης, διαδεδομένος στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ινδία. Έχει μήκος 65 εκ., άνοιγμα πτερύγων 1,50 μ. και διχαλωτή ουρά.… … Dictionary of Greek
πετροκιρκινέζι — το, Ν ονομασία διαφόρων αρπακτικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κιρκινέζι «λαϊκή ονομ. διαφόρων αρπακτικών πτηνών»] … Dictionary of Greek
στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… … Dictionary of Greek
γαμψόνυχες — Τα νύχια των αρπακτικών πτηνών και των σαρκοφάγων θηλαστικών (αιλουροειδών). Τα νύχια αυτά είναι ισχυρά, κυρτά, πεπλατυσμένα στις πλευρές, κοφτερά, κατάλληλα να πληγώνουν, να κατασπαράσσουν και να κρατούν γερά τη λεία. Οι γ. των αρπακτικών πτηνών … Dictionary of Greek
έλανος — ο (Α ἔλανος) γένος αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας τών φαλκονιδών αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος» είδος γερακιού, περδικογέρακο … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
γυπάετος — (gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ … Dictionary of Greek
επιρρυγχίς — ἐπιρρυγχίς, ἡ (Α) [ρύγχος] το κυρτό τμήμα τού ράμφους τών αρπακτικών πτηνών … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek